Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Σουρής και ...Κοκοσλής



Ο Γεωρ. Σουρής στη γνωστή σατιρική του εφημερίδα "Ο Ρωμηός", κάθε χρόνο "έστελνε" ευχές-μποναμάδες στους βουλευτές. 
Εδώ εύχεται και στο λεχωνίτη Νικόλαο Κοκοσλή:
(σιναμική: καθαρτικό φάρμακο από τα φύλλα του φυτού κασσία)
Διαπύλια (τέλη): Φόροι εισαγωγής προϊόντων στους δήμους. 
Καθιερώθηκαν το 1847 επί Όθωνα, καταργήθηκαν το 1949.
Κι ένα ποίημα γραμμένο στο Βόλο για την ήττα του Κοκοσλή, όταν συνεργάστηκε με το αντίπαλο κόμμα του εμπορικού του συνεργάτη, αλλά πολιτικού αντιπάλου Γεωργίου Καρτάλη, το γνωστό Καρταλικό.
«Μες στου Καρτάλη την αυλή
ανοίξαν ένα λάκκο
και θάψανε τον Κοκοσλή
Χωρίς παπά και διάκο».
Επίσης ποιος είναι ο Κοκοσλής: 

Υ.Γ. Ιωαν. Καρτάλης, Νικόλαος Παρρησιάδης, Νικ. Κοκωσλής - βουλευτές Βόλου

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Το τρενάκι κι ο Κοκοσλής

Πώς το τρενάκι ήρθε στα Λεχώνια κλπ
Ο Νικόλαος Κοκοσλής, κομματάρχης της περιοχής μας και βουλευτής τις χρονιές 1881, 1887, 1890 με το κόμμα των «Νοικοκυραίων». Στα 1892 προβλέποντας πως τις εκλογές θα τις κερδίσει ο Χαρ. Τρικούπης, άλλαξε στρατόπεδο με τη διάλυση της ΙΒ΄ κοινοβουλευτικής περιόδου. Έτσι πέρασε στις τάξεις των Τρικουπικών και βγήκε πάλι βουλευτής στις εκλογές της 3ης Μαΐου, αφού κέρδισε ο Τρικούπης. Αυτό το έκανε για να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα. Όμως μαζί με τις συμφερτικές του κινήσεις, ωφελήθηκε το Πήλιο, οι Μηλιές και πολύ περισσότερο τα Άνω Λεχώνια που έγιναν το κέντρο των χωριών της περιοχής.
Με τα ΦΕΚ 94/ 26-5-1893 και ΦΕΚ 108/10-6-1893, νομοθετήθηκε η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βόλου-Λεχωνίων, παρ’ όλες τις αντιδράσεις των κατοίκων. Αυτές οι αντιδράσεις είχαν σχέση με τις αποζημιώσεις των απαλλοτριώσεων που καθορίστηκαν σε εξευτελιστικές τιμές και που η εταιρεία Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων δεν απέδιδε ποτέ. Ο Ν. Κοκοσλής δεν αντέδρασε ως εκπρόσωπος του λαού κι αυτό είχε την εξήγησή του.
Στη σύμβαση κατασκευής του έργου συμπεριλήφθη το άρθρο 26, όπου η Εταιρεία είχε υποχρέωση να φτιάξει και παρακλάδι γραμμής, από το σταθμό Άνω Λεχωνίων ως το ρέμα Κουφάλας. 
ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ -εφημερίδα Αθηνών 27-8-1894
Εκεί βρισκότανε από τα 1875 ο μύλος και παραπάνω το μεταξουργείο του. Η διακλάδωση θα γινόταν μόνον αν το επέτρεπε η δημόσια οδός προς Άγιο Βλάση που τότε άρχισε. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει λόγω ανηφόρας κι ο Κοκοσλής χάραξε κι έφτιαξε νέο δρόμο που τοποθετήθηκαν οι ράγες. Αυτός ανέβαινε στους πρόποδες του λόφου Νεβεστίκι και περνούσε πάνω από τον πύργο Σουλεϊμάν-Καραγιάννη, δίπλα από το τζαμί και το αρχοντικό Νικολαΐδη-Κασσιόπουλου (όπου ακόμη υπάρχει  εσοχή στον τοίχο της περίφραξης, όπου έμπαινε το κλειδί της γραμμής) κι εκεί κατέληγε. Βέβαια αποζημιώσεις δεν δόθηκαν στους ιδιοκτήτες και υπήρξαν αντιδράσεις. Όμως το έργο έγινε.
Ο χώρος για το "κλειδί" της γραμμής όπως είναι σήμερα
πάνω στο μαντρότοιχο του αρχοντικού Νικλαΐδη -Κασσιόπουλου.
Στο χάρτη όπου ο κίτρινος κύκλος πριν το σημείο Β..
Αντέδρασαν και πάλι οι Λεχωνίτες γιατί δεν ρωτήθηκαν και ο Γεώργιος Φιλάρετος έκανε ερώτηση στη Βουλή για το θέμα!
Βέβαια εδώ έχουμε και τη διαμάχη Γεωρ. Φιλάρετου-Κωστή Τοπάλη (ανεψιού από την Αριστέα αδελφή του Νικ. Κοκοσλή, που τον διαδέχτηκε στη Βουλή). Ο Φιλάρετος επεδίωκε την κατασκευή του τρένου ως τη Μηλίνα όπου κι η εκλογική του περιφέρεια, αλλά και ως τη Ζαγορά με προέκταση στο Νεοχώρι.  
(Διαβάστε περισσότερα για το Θεσσαλικό Σιδηρόδρομο: "Βόλος 1881-1955, ο χώρος και οι άνθρωποι" Βόλος  ΔΗΚΙ.)

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Σκόπελος

Νησί των Βορείων Σποράδων, γνωστό από την αρχαιότητα ως Πεπάρηθος.  Ιδρυτής της ήταν ο Στάφυλος, που ξεκίνησε από την Κνωσό της Κρήτης, γιος του Διόνυσου και της Αριάδνης. Στα αρχαία χρόνια υπήρχαν τρεις πόλεις στο νησί: Η Πάνορμος, η Σελινούς (σημερινή Γλώσσα), η Πεπάρηθος (Σκόπελος) που καταστράφηκαν το 340π.Χ. από το Φίλιππο Β΄. Στα βυζαντινά χρόνια ήταν κατοικημένη από πειρατές και ντόπιους, όπως επίσης και τα χρόνια της τουρκοκρατίας από Ενετούς ως το 1538μ.Χ. που λεηλατήθηκε πέφτοντας στα χέρια του Χ. Μπαρμπαρόσα και ερημώθηκε ως το 17ο αιώνα. Μετά πέρασε στα χέρια των Τούρκων ως τα 1830, που ελευθερώθηκε κι ενσωματώθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Αναβιώνουν τα ανθεστήρια στα Κ. Λεχώνια

  (Αντιγραφή από magnesianews.gr )
Γράφει:  25/05/2013, 13:00
Μνήμες από τη δεκαετία του ’60 θα ξαναζήσουν οι Βολιώτες με την αναβίωση των ανθεστηρίων στα Κάτω Λεχώνια, την επόμενη Κυριακή 2 Ιουνίου στις 7.30 το βράδυ. Την περασμένη Τετάρτη ολοκληρώθηκαν στο πρώην Δημαρχείο Αγριάς οι συναντήσεις για την οργανωτική προετοιμασία της εκδήλωσης.
Στη σύσκεψη πήραν μέρος ο τοπικός Αντιδήμαρχος Σ.Χαλκιάς,ο Αντιδήμαρχος Κοινωνικής Προστασίας, Παιδείας και Πολιτισμού κ.Απ. Παντσάς, στελέχη του ΔΟΕΠΑΠ – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. καθώς και εκπρόσωποι των τοπικών φορέων που εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την οργάνωση αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας πολιτιστικής δράσης.
Στην εκδήλωση αναβίωσης των Ανθεστηρίων, η οποία αναμένεται να επιφυλάξει ευχάριστες εκπλήξεις στους κατοίκους της περιοχής και τους επισκέπτες, συμμετέχουν συγκεκριμένα η Τοπική Κοινότητα Κάτω Λεχωνίων, ο Χορευτικός Σύλλογος Άνω Λεχωνίων, ο Σύλλογος για την Διάδοση της Ελληνικής Παράδοσης Κάτω Λεχωνίων, ο Χορευτικός Σύλλογος Αγριάς και άλλοι.
Με τη υποστήριξη πολλών επαγγελματιών θα οργανωθεί μια εξαιρετική παρέλαση! Στολισμένα με λουλούδια αυτοκίνητα, ποδήλατα, άμαξες, κορίτσια και αγόρια από σχολεία και σχολές χορού και πλήθος εθελοντών θα παρελάσουν στο κεντρικό δρόμο των Κάτω Λεχωνίων, για να καταλήξουν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου θα στηθεί μια όμορφη εκδήλωση με παραδοσιακούς χορούς. Θα ακολουθήσει λαϊκό γλέντι μέχρι το πρωί. Την καλλιτεχνική επιμέλεια θα έχει η κ.Βαλατσού, ενώ την εκδήλωση θα παρουσιάσει ο Σταύρος Πλουμιστός.

Σωκράτης Βαμβάκος

Ο Αϊ- Λαυρέντης, το πηλιορείτικο γειτονικό μας κεφαλοχώρι, μεταξύ των πολλών πνευματικών ανθρώπων του, έχει και το λόγιο Σωκράτη Βαμβάκο.
 Ας τον γνωρίσουμε μέσα από ένα άρθρο του Γ. Μουγογιάννη: 
(Αντίγραφο από περιοδικό ΜΑΓΝΗΣΙΑ (ΕΚΠΟΛ- ΝΑΜ) τεύχος 12 -Μάιος 2009

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Σάτυρος ...εκ Πηλίου

Ο γνωστός λαογράφος και μελετητής της Τέχνης του Πηλίου Κίτσος Μακρής, στη συλλογή άρθρων του "ΒΗΜΑΤΑ", Εκδόσεις Κέδρος -1979 που δημοσιεύτηκαν στο ΒΗΜΑ κι αλλού, γράφει για ένα λιθανάγλυφο του 1858, που υπήρχε στην εκκλησία του διπλανού μας Αη Γιώργη. 
Απολαύστε:

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ο μηχανικός Ιωάννης Γενίσαρλης

Ο μηχανικός Ιωάννης Γενίσαρλης -Ένας άγνωστος Πηλιορείτης που "έχτισε" το Βόλο!
Ο μηχανικός Ιωάννης Γενίσαρλης, ήταν ο δευτερότοκος γιος του Γιαννάκου Χατζή Πανταζή ή Γενίσαρλη.
Ο πατέρας του με καταγωγή από το Νεοχώρι του Πηλίου, έμαθε τα γράμματα στη Σχολή των Μηλεών κοντά στο φημισμένο δάσκαλο Ζαχαρία. Γύρω στα 1800, πήγε στην Κων-πόλη και έγινε έμπιστος με μεγάλη θέση κοντά στο Σουλτάνο. Εκεί μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία, γενόμενος συνιδρυτής της και εταίρος, αναλαμβάνοντας  να οργανώσει τον ελληνισμό της Πόλης, μεταδίδοντάς του την ιδέα της εξέγερσης και της ανεξαρτησίας του Γένους.  
Όταν έγινε η έκρηξη της Επανάστασης, η Οθωμανική κυβέρνηση γνώριζε τους πρωτεργάτες της προετοιμασίας και μεταξύ αυτών είχε προγράψει πρώτον και το Γιαννάκο Χατζή Πανταζή. Τρεις μέρες μετά το μαρτυρικό θάνατο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, στήθηκε κι άλλη αγχόνη μπροστά από την εκκλησία του Χριστού στο Γαλατά, για τον Γιαννάκο Χατζή Πανταζή. Το πλήθος, με τον ίδιο τρόπο του χλευασμού και της ταπείνωσης, τον καρατόμησε και κρέμασε στο ακέφαλο σώμα του πινακίδα, που έγραφε: «Άπιστος και συνωμότης κατά του κράτους».
Μετά το θάνατο του πατέρα, ο όχλος πήγε στο σπίτι της οικογένειας και αφού το λεηλάτησε, πήρε κι έκλεισε τη φυλακή του Γενί Τζαμί την ετοιμόγεννη σύζυγό του με το μικρό αγοράκι της. Τότε η σύζυγος του ήρωα και μάρτυρα του Γένους,  γέννησε και το άλλο αγόρι της τον Ιωάννη, την Άνοιξη του 1821. Εκεί στη φυλακή, κάποιος απροσδόκητος σωτήρας, βοήθησε την οικογένεια να ελευθερωθεί.
 Όμως οι Τούρκοι δεν είχαν σκοπό να αφήσουν ήσυχη την οικογένεια, γι’ αυτό η μητέρα έκρυψε τα δυο παιδιά της σε κάποια τρώγλη στο Φανάρι, φοβούμενη να επιστρέψει στο σπίτι της. Από εκεί βοηθώντας την, οι Μηλιώτες αδελφοί Δήμου, την φυγάδευσαν με πλοίο στην επαναστατημένη Ελλάδα.
 Η οικογένεια επέστρεψε στο Πήλιο, κοντά στους συγγενείς της, οι οποίοι βοήθησαν τα δυο ορφανά στην ανατροφή τους, αλλά και τη χήρα του εθνομάρτυρα.
Ο μικρός Ιωάννης έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο χωριό κι αργότερα που στην ελεύθερη Ελλάδα ιδρύθηκε στην πρωτεύουσα η Σχολή Ευελπίδων, ήταν από τους πρώτους που μπήκαν σ’ αυτήν. Εκεί, με την ευφυΐα του, την προσήλωσή του στη μόρφωση και στη Μηχανική, αποφοίτησε αξιωματικός του Μηχανικού.
Μετά από λίγο διάστημα υπηρεσίας στο στράτευμα και με τη φιλομάθεια που τον διέκρινε, πήγε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί σπουδάζοντας για κάποια χρόνια επιπλέον στη Μηχανική επέστρεψε στην πατρίδα για να συνεχίσει, προσφέροντας τις ιδιαίτερες γνώσεις του σε σχολεία της εποχής, στη Σχολή Ευελπίδων και στο Πολυτεχνείο ως διδάσκων καθηγητής (μάθημα:Χωρογραφία). Η ζωή του ήταν και στο στράτευμα, γι’ αυτό και υπηρέτησε ευδόκιμα, παίρνοντας το βαθμό του αντισυνταγματάρχη.   
Η ελεύθερη πατρίδα όμως, έπρεπε μετά τις πολυετείς μάχες και τις καταστροφές να ανοικοδομηθεί πάλι και να ανορθωθεί. Εδώ ο μηχανικός Ιωάννης Γενίσαρλης, πρόσφερε όλη του την εμπειρία και τη γνώση του. Σαν μηχανικός της πόλης των Αθηνών, έβαλε τη σφραγίδα του σε πάμπολλα έργα με κορυφαίο την υδροδότηση του Πόρου, από πηγές των βουνών της απέναντι Πελοποννήσου. 
Ο ίδιος σχεδίασε (1876) τις λεωφόρους εισόδου στην Αθήνα (Αχαρνών ως τη Σταδίου και τη λεωφόρο Συγγρού, με διαπλάτυνση των παράλληλων). Ο ίδιος στα 1876 χάραξε και τη λεωφόρο Αλεξάνδρας που ένωνε την Πατησίων με την Κηφισίας.
εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Βόλος 15-10-1883
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ", 23-10-1883
Στη μεγάλη πλημμύρα του Βόλου τον Οκτώβριο του 1883, όπου τα ποτάμια "έσπασαν" βρίσκουμε και τον μηχανικό Γενήσαρλη, να μελετά την κατασκευή έργων για πρόληψη νέων πλημμυρών: 
Στο βιβλίο του Νικ. Γάτσου "Βολιώτικαι Αναμνήσεις" διαβάζουμε:
Επίσης ένα πρόβλημα της εποχής ήταν οι βόθροι, όπως κι οι δημόσιες τουαλέτες. Σήμερα μας φαίνεται ...ευτράπελη:
Στο Βόλο γενικά, ως μηχανικός του νεοσύστατου τότε Δήμου, σχεδίασε και οικοδόμησε πολλά δημοτικά έργα υποδομής της πόλης, από την απελευθέρωσή της ως το θάνατό του στις 23 Μαρτίου του 1886. Πολλά από τα σχολεία του Βόλου εκείνης της εποχής (1882), είναι έργα δικά του.
Τέλος, ως προσωπικότητα ήταν ήρεμος, χαμογελαστός, πράος και γλυκύς, αφιλοκερδής, φιλομαθέστατος, άνθρωπος της τιμής και του καθήκοντος, όπως είπαν οι άνθρωποι που τον γνώρισαν.  Ήταν άψογος στη συμπεριφορά του κι άριστος οικογενειάρχης. 

ΥΓ:  1) Νικ. Γάτσος, βουλευτής και γερουσιαστής Βόλου, 1905-1906-1915.
        2) Γεώργ. Καρτάλης, δήμαρχος Βόλου-Παγασών από το 1883-1891.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Πηλιορείτικα χωριά σε ..στίχους



Στίχοι διάφοροι με αναφορές στα χωριά του Πηλίου .

Μην αγαπάς Δρακιώτισσα μηδέ Λαυριντοπούλα,
αγάπα Πουρταρίτισσα νάχει τα νάζια ούλα.
- - - - - - - - - - - - - - - -
Στου Καραμπάσι σα θα πας, γαμπρός δια να γίν’ς
πρέπ’ να είσι ψευταράς και τσίπουρου να πίν’ς.
- - - - -  - - - - - - - - - - - -  
Η Ζα(γ)ουρά καλό χουριό κι οι βρύσες τ’ς μες στου ρέμα,
παν τα κουρίτσα για νι(ε)ρό γυρίζ’νι φιλημένα.
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Μαργιώ μ’ κάτσι φρόνιμα σαν τα’ άλλα τα κουρίτσα,
απ’ είν’ απάν στη Ζαγουρά, απ’ είν’ κι στ’ Μακρινίτσα.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - 
Μακρινίτσα πινεμένη, μι ντουφέκια αρματουμένη,
σ’ έχουνι τα παλικάρια μι του μάλαμα διμένη.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - 
Καημένη Μακρινίτσα, στ’ άσπρα να ντυθείς,
τουν καπετάν Μπαδέκη καλώς να τουν διχτείς.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - 
Πέρασα απ’ τ’ν Πουρταριά κι πηδούσαν σαν τραϊά,
πέρασα κι απ’ τ’ Μακρινίτσα κι είδα όμουρφα κουρίτσα.
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Ι Λαύκους τρώει τα κούμαρα κι του Μπρουμύρ’ βιλάνια
κι η καημένη Αργαλαστή κουβάρια απ’ τα πλατάνια!
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Ι κονόμους απ΄τ’ς Μπλιές,  είνι ούλου μαργιουλιές
κι ι κονόμους απ΄τ’ Βυζίτσα τα πειράζει τα κουρίτσα.
- - - - - - - - - - - - - - - -  - -
Ι κουνόμους στ’ς Πινακάτις κόβιτι για τις κυράδι(ε)ς
Ι παπάς απ’ τα Λιχώνια έχει τ’ αρ****α σαν κυδώνια.
- - - - - -  - - - - -  - - - - - - -
Το Τρίκερι είναι μικρό , έχει πολλά καράβια,

έχει κορίτσια όμορφα και ναύτες παλικάρια.
- - - - - -  - - - - -  - - - - - - -
Στη Ζαγουρά είν’ έμορφες, στ’ Ανήλιου μαυρουμάτες,
κι στ’ Τσαγκαράδα ξέπλεγες κι παλαβουκαστάνες.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Αργαλαστή, Καμάρα κακιά ξιπατουμάρα.
Λαύκους κι Μπρουμίρ’, πουδάρ’ μην απομείνει.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - 
Μπιρ κι Μπιστινίκα, σταντός κι δικανίκα.
- - - - - - - - - - - - - - - - - 
Στα Μελισσιάτ’κα σκ’λιόκοτες και στου Διμήν’ κοράκια
κι στου καημένου του Παλιούρ’ λαλούν πιριστεράκια!
- - - - - - - - - - - - - - - - - 
Η Μακρίνιτσα να καεί κι ου Βόλους να βουλιάξει
και την καημένη την Πουρταριά Θιός να την φυλάξει!
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
Της Μακρινίτσας τα παιδιά του Βόλου λιοντάρια
της Πορταριάς οι όμορφες μαραίνουν παλικάρια.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Πήλιο (Διήγημα)

Ένα διήγημα της Βολιώτισσας ποιήτριας και πεζογράφου Κούλας Γιοκαρίνη.
Κούλα Γιοκαρίνη: Γεννημένη στα Τρίκαλα και παντρεμένη με τον υφασματέμπορο Θόδωρο Γιοκαρίνη έζησε στο Βόλο και πέθανε στην Αθήνα στα 1993. Με αρχική βασική ασχολία της τη μοδιστρική, επιδόθηκε συγχρόνως με επιτυχία στην τέχνη του λόγου και της ποίησης με εξαιρετική επιτυχία.
 Έγραψε αρκετά ποιήματα, που εκδόθηκαν στο Βόλο και την Αθήνα. Ποιητικές συλλογές της ήταν: Φωνή μέσα στο φως (εκδόσεις ΑΕΤΟΣ-1945 & ΕΣΤΙΑ 1984), Οι σκλάβοι (εκδόσεις ΑΕΤΟΣ-1945 & ΕΡΜΕΙΑΣ 1972) , Ήχος της νύχτας (εκδόσεις ΝΕΑ ΣΚΕΨΗ-1979), Σελίδες του άλλοτε:1920-1930 (1983), Οι αθώοι ρωτούν (1963), Ένας ρομαντικός άγιος (Νικολαΐδης).
 Έγραψε επίσης και τα μυθιστορήματα: Οι κληρονόμοι(εκδόσεις ΒΑΚΩΝ-1977) , Ηρωικά έρμαια (εκδόσεις ΒΑΚΩΝ-1970)και Τα λύτρα της Ελένης ( Alvin Redman (Hellas)1965, 
(Το κείμενο αντιγραφή σε μονοτονικό)
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ
(ΔΙΗΓΗΜΑ )
... Την ίδια μέρα έφυγα για το Πήλιο, βιαζόμουν να επισκεφτώ όλους τους φίλους μου: ανθρώπους, δέντρα και βράχους. Πέρασα την Τσαγγαράδα και κατέβηκα στον Άη Γιάννη.
Έφτασα στο ξενοδοχείο «Αιγαίov», τη νύχτα τσακισμένος απ’ την κούραση. Όλη τη μέρα δεν είχα βάλει μπουκιά στο στόμα. Έφαγα κι έπεσα αμέσως στο κρεβάτι, για να ξυπνήσω πριν βγει ο ήλιος. Αυτό γινόταν τώρα δέκα χρόνια ... Κάποια αυγή του Ιούλη, μ’ έβρισκε να περιμένω μαγεμένος μπρος στο βαθυγάλαζο Αιγαίο. Εγώ που δε σηκωνόμουν ποτέ πριν απ’ τις εννιά, βρέθηκα το πρωί στις πέντε μπρος στη ναρκωμένη θάλασσα. Κάποιον περίμενα ...
Κοίταζα το πέλαγο κι αισθανόμουν να βυθίζουμαι μέσα στο σκούρο πυκνό χρώμα του, σα μέσα σ’ ένα υγρό βαθύ στοιχείο γεμάτο ρίγος κι έκσταση. Κάτω στην ανατολή μια πλατειά μαβιά γραμμή μού ’δειχνε το δρόμο που θα ’παιρνε εκείνος που περίμενα μια φορά το χρόνο, για να τον χαιρετήσω από τούτη την άκρη κάτασπρη ακτή κοιμόταν ακόμα σκεπασμένη με το λεπτοκομμένο στιλπνό της βότσαλο. Πνιγμένος από καημό κάπνιζα το πρώτο τσιγάρο μου στο στενό εξώστη του ξενοδοχείου. Ήμουνα ήσυχος, τόσο ήσυχος, που ‘χα ξεχάσει τη ματωμένη καρδιά μου. Ανάσαινα σαν ευτυχισμένο αγρίμι. Εκείνη την ώρα δεν ήθελα τίποτα ... Ήθελα μόνο να μπορούσα να κρατώ το χέρι της Ελένης. Όμως δεν πείραζε κι αν δεν το κρατούσα ... Κείνη την ώρα δεν ήθελα παρά την ευτυχία της, την ευτυχία όλου του κόσμου. Ακόμα κι αυτών των τσαρλατάνων που ‘καναν τούμπες γύρω της .. . Αισθανόμουνα αγαθός σαν ένα βρέφος κι ήμουνα έτοιμος να δεχτώ το καθετί μυ μια καλοσύνη που μού ’φερνε δάκρυα. Περίμενα, και μου φαινόταν σα να περίμενα χιλιάδες χρόνια αυτόν που τον είχα ξεχάσει ολότελα εκείνη την ώρα. Μου φαινόταν σα ν’ άνοιγαν οι ουρανοί κι ο Θεός έφτανε με το πρόσωπο τού ήλιου να με μερώσει...
Πέρασε τόση ώρα κι ο ήλιος είχε ανέβει. Ο δίσκος του με κοίταζε κατακόκκινος πάνω απ’ τη θάλασσα, που ξύπνησε απ’ το ίδιο ρίγος που συντάραξε κι εμένα. Άδειος, χωρίς καμιά σκέψη, τον έβλεπα που ψήλωνε σκορπίζοντας αγκαλιές ρόδα πάνω στο γαλάζιο Αιγαίο.
-Ήλιε μου... Ήλιε μου... ψιθύρισα.
Ορθός τον έβλεπα π’ ανέβαινε σέρνοντας μαζί του το νόημα της ζωής μου.
-Γιατί να πονάω για την ομορφιά μιας γυναίκας; μουρμούρισα και δάκρυσα.
Είχα αλαφρώσει απ’ τις κακίες μου. Σα να ’χα φτερά πετούσα σ’ αυτή τη σκούρα αδειανή θάλασσα, τη γεμάτη αρχαία ποίηση κι αρχαία νιάτα... Ένα πελώριο κύμα σχηματίστηκε και προχωρούσε μονοκόμματο απ’ τη μιαν άκρη της ακτής ως την άλλη. Έσπασε με μεγάλη βουή πάνω στο ψηλό τοίχωμα απ’ το κάτασπρο βότσαλο. Έτρεξα όπως ήμουνα κι έπεσα πάνω στο δεύτερο κύμα που ’ρχόταν με μεγαλύτερη ορμή. Χάθηκα μέσα στους αφρούς. Σφιχτά και μεγάλα κύματα μ’ έδερναν και με παίδευαν από αγάπη. Η ψυχή μου αλάλαζε μεθυσμένη από άγρια χαρά. Την έβλεπα σα μια θέαινα να τινάζει τα πλοκάμια της πάνω σ’ αυτό το πέλαγο, κάτω απ’ αυτόν τον ήλιο, που την κοίταζε και γελούσε. Κείνη την ώρα ζούσα με την ψυχή μου. Το κορμί μου είχε μουδιάσει από τρόμο...
Η θάλασσα μού ’στελνε το ’να πάνω στ’ άλλο τα κύματά της κι εγώ ορμούσα και τ’ αγκάλιαζα σαν αδέρφια μου και κυλιόμουν μαζί τους ως τον πάτο της και σηκωνόμουν μαζί τους ως που μου κοβόταν η ανάσα. Έπειτα από πολλή ώρα βγήκα απ’ τα χέρια της. Τσακισμένος έπεσα πάνω στην ακτή, που ασπροβόλαγε σαν καλοπλυμένο λουλακιαστό σεντόνι. Ναρκωμένος άκουγα τη βουή της θάλασσας, πού ’σπαζε στα πόδια μου βραχνή απ’ το μεγάλο πάθος της…
-  -  -  -  -  -  -  -  -
Μεσημέριασε όταν σηκώθηκα. Το κορμί μου όλο κακιωμένο πονούσε, όμως η ψυχή μου χόρευε. Χόρευε έχει μπροστά μου και μ’ έσερνε γι’ άλλα ανταμώματα και γι’ άλλες χαρές. Πηδώντας μπροστά μου πότε στο ’να και πότε στ’ άλλο ποδάρι με τα μαλλιά στον αέρα, δεμένα ακόμα με το θαλασσί κορδελάκι που της το ’χα χαρίσει εδώ και τριάντα ολόκληρα χρόνια, η ψυχή μου μ' έφερε μπροστά στους πολυαγάπητους βραχόφιλους.
 —Να τοι! Ποιός μπορεί να ξέρει πόσες χιλιάδες χρόνια κάθονται εδώ σκόρπιοι και τα λένε... μου ’πε και βάλθηκε να τους χαϊδεύει συλλογισμένη.
-Έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από μένα, κυρά μου. Εγώ είμαι νιόφερτος σε τούτο τ’ άστρο, ενώ εσύ… Χαμογέλασε γεμάτη μυστήριο και δε μίλησε. Κι εγώ δεν επέμεινα. Τι τη θέλαμε τώρα τη μεταφυσική μέσα σε τούτο το χρώμα, σκέφτηκα... Κάθησα λίγο παραπέρα. Έριξα τ’ αυτί μου στο νερένιο κρότο και κοίταζα τούς εξαϋλωμένους βράχους με τα εξαίσια χρώματα. Ήταν σαν πελώρια ζάρια, που τα ξέχασε εκεί κάποια θεϊκή συντροφιά. Καθένας ξεχώριζε με το σχήμα του και με το χρώμα του. Όλοι όμως έμοιαζαν σαν αδέρφια. Μέσα σ’ αυτή τη μαγεμένη μοναξιά περίμεναν ακίνητοι να ξανάρθουν εκείνοι που γι’ άγνωστη αφορμή έφυγαν ξαφνικά κι άφησαν στη μέση το παιχνίδι. Μπορεί να ’ταν οι παρδαλοί βώλοι από κάποια θεόπουλα, που κατέβαιναν εδώ να λουστούν και να παίξουν. Μπορεί ο γεροκένταυρος Χείρωνας να κατέβαινε απ’ το «σεμνόν και άφθιτον άντρον» του οδηγώντας το γιο της Θέτης, τον Αχιλλέα. Μαζί με τίποτα κενταυρόπουλα, για να κολυμπήσουν σε τούτη την ανεμοδαρμένη θάλασσα... Αφού τα ’λουζε, θα τους έτριβε το τομάρι να γυαλίσει, θα γύμναζε τον Αχιλλέα με τούτες τις μπάλλες από πέτρα, κι ύστερα θα ’κανε το χατίρι σ’ όλους να παίξουν τις γιγαντομαχίες μ’ αυτά τα γιγαντοβραχόπουλα.
-Αδύνατο τούτα τα γλυμένα λιθάρια με τούτα τα χρώματα να ρίχτηκαν εδώ για μας... Αδύνατο αυτό το βότσαλο να κόπηκε τόσο λεπτό, διάφανο και απαλό, για να το πατούν τα βρωμοπόδαρα τα δικά μας, μουρμούριζα θαμπωμένος. Αδύνατο αυτό το μακρύ αφρισμένο κύμα να φτάνει κάθε τόσο για να παίζει με μας τους μυξιάρηδες.
-  -  -  -  -  -  -  -  -

Σηκώθηκα με την καρδιά φορτωμένη λαχτάρα και πήγα κοντά τους. Άρχισα να τα καλημερίζω ένα-ένα ντροπαλός: τούτο το πράσινο, το φυστικί, και δίπλα του κείνο το γαλαζωπό και παραπέρα το λευκό με τους μαύρους αρμούς και τ’ άλλο το κόκκινο, το κεραμιδί, και τούτο πάλι το κεχριμπαρένιο με τον ήλιο μέσα του... Θεέ μου ! Από ποια βραχομάνα τα ’βγαλες τόσο ανόμοια, όμως τόσο ίδια αρμονικά, τούτα τα βραχοπαιδόπουλα  και τα ’ριξες να λιάζουνται μέσα σε τούτον τον καθαρό ήλιο, πάνω σ’ αυτό το άγγιχτο τοπίο, το στοιχειωμένο απ’ τί μεγάλη ομορφιά...
Καθόμουν και τα χάιδευα και τα μιλούσα σα να’ ταν ζωντανά. Τους έκανα αστειάκια και τα πείραζα, που καθόνταν εκεί μοναχούλια τους. Και κείνα γυάλιζαν από χαρά και πετούσαν το χρώμα τους μέσα στον ανοιξιάτικο ήλιο σαν ουράνιο τόξο. Η θάλασσα έφτανε κάθε στιγμή και τα ’σφιγγε στους αφρούς της, τα ’λουζε και τα χτένιζε, τα χάιδευε και τα φιλούσε, σα μια ερωτιάρη πανέμορφη κυρά. Κάθισα ανάμεσά τους Τας τις δυο τ’ απομεσήμερο, κι όταν το πετσί μου άρχισε να καίγεται σηκώθηκα σα μεθυσμένος. Λίγο παραπέρα, εκεί που τελειώνει το βότσαλο, πάνω στη χοντρή άμμο, φύτρωναν κάθε άνοιξη κάτι άσπρα μικρά κρίνα. Πήγα να τα δω, Με περίμεναν κι αυτά στη σειρά άσπρα-άσπρα σαν περιστεράκια, τα τσαμένα μου! Τα ψαχούλεψα ένα-ένα, τους τράβηξα λίγο τ’ αυτάκια τους και ξεκίνησα για το ξενοδοχείο.
Πιο κάτω γύρισα να τα ξαναδώ. Σήκωσα το χέρι και τους το κούναγα, όταν κόντεψα να πέσω πάνω σ’ έναν αγωγιάτη που πήγαινε στη Νταμούχαρη. Σταμάτησε μπρός στο μουλάρι του και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Και μόνο επειδή το χέρι του είχε παραλύσει απ’ την τρομάρα, δεν το σήκωσε για να σταυροκοπηθεί. Δεν ήταν δα και μικρό πράμα μέσα σε κείνη την ερημιά να πέσεις πάνω σ' έναν τρελό μαντράχαλο, που φορούσε μόνο το σώβρακο και κούναγε τη μαλλιαρή χερούκλα του σαν παιδούλα σε κάποιον αόρατο! Για να τον συνεφέρω βιάστηκα να του δώσω ένα τσιγάρο. Τ’ άναψε συλλογισμένος και με ρώτησε τι γύρευα εκεί.
-Τίποτε το σπουδαίο, τον καθησύχασα.
-Σε ’δα που κούναγες το χέρι...
-Ναι, άρχισα να τού εξηγώ, αυτά τα κρινάκια εκεί... Όμως σαν είδα το μουλάρι του παρακάτω να μου τα τρώει ένα-ένα, έγινα έξω φρενών! Άρπαξα μια πέτρα, κι άρχισα να ξεφωνίζω σαν παλαβός.
­­-Για στάσου, αφεντικό! μου κάνει. Δικά σου είναι και φωνάζεις ;
-Του Θεού είναι, καλέ μου άνθρωπε, απάντησα σχεδόν κλαίοντας, όμως το μουλάρι σου μπορεί να φάει και τίποτε άλλο... Δεν είναι ανάγκη να την τυλώνει με κρινάκια...
Αυτή τη φορά δεν κρατήθηκε. Κούνησε με σημασία το κεφάλι του κι έκανε τρεις φορές το σταυρό του. Έπειτα βάλθηκε να πατάει πάνω στα λουλούδια μου τόσο άσπλαχνα, που γύρισα το κεφάλι να μην τον βλέπω, τον παλιομούλαρο!

                                                                  ΚΟΥΛΑ ΓΙΟΚΑΡΙΝΗ

Το παρακάτω είναι από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ της 15-2-1957, τχ.711, σελ. 258

Κυριακή 19 Μαΐου 2013

Αθηνά Καλαμακιώτη (2)

(Συνέχεια από ΕΔΩ)
Η Αθηνά Καλαμακιώτη (το γένος Σέκερη) αγαπούσε  πολύ και την Ελλάδα. Την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Κατοχής, ήταν παρούσα με διάφορες δραστηριότητες προσφοράς και πατριωτισμού, σαν καλή Ελληνίδα.
Η Αθ. Καλαμακιώτη προσφέρει μαζί με άλλους Λεχωνίτες
 στον αγώνα του 19410-41
(ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 1-1-1941)
Ειδικά την περίοδο της Κατοχής ήταν αυτή που έπαιρνε μέρος σε οργανώσεις της ΕΠΟΝ, στην οργάνωση συσιτίων, σε ομιλίες για την τόνωση του πατριωτικού αισθήματος κλπ.
Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης, 1941-44
Iστορική έρευνα για το νομό 
Μαγνησίας
Όμως η κατάσταση πήρε, ως γνωστόν, άλλο δρόμο στην περιοχή μας και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα και η Αθηνά  Καλαμακιώτου, η σπουδαία αυτή γυναίκα, έφυγε βιαστικά και οριστικά. Κι ευτυχώς, γιατί ήταν στο στόχαστρο των ΕΑΣΑΔιτών και Γερμανοτσολιάδων για την αντιστασιακή της δράση. Έτσι –καθώς λέγεται-  μετά από προτροπή-υπόδειξη κάποιου Λεχωνίτη, που μάλλον ανήκε στον ΕΑΣΑΔ, διέφυγε κρυφά στην Αθήνα, όπου και κρύφτηκε. Εκεί αυτή η πλούσια αστή Ελληνίδα δυστύχησε! Ήταν ώρες που δεν είχε να φάει! Κι αυτό γιατί απ' την Αίγυπτο που είχε κάποια περιουσία και ζούσε η αδελφή της Αυρηλία στέλνοντάς της χρήματα, αυτό έπαψε.Τότε ζήτησε(;) τη βοήθεια γνωστών και ο Λεχωνίτης Νίκος Δημόπουλος της έστειλε στην Αθήνα λάδι και αλεύρι! 
Πίσω δεν ξαναγύρισε ποτέ! 
Όμως υπάρχει παρακάτω, μια επιστολή της  (1 Δεκεμβρίου 1944) σε λεχωνίτες φίλους της,  ανθρώπους  που παλιότερα είχε συνεργαστεί. Εκεί φαίνεται η νοσταλγία της, η αγάπη της για το συνάνθρωπο, για τον τόπο: 
Αγαπητοί μου,
Ενόμιζα πως δεν θα με λησμονούσατε σε τέτοιες ώρες που περάσαμε και περνούμε και όμως, με λησμονήσατε.
Σας συγχωρώ. Να μη μου γράψετε είναι βαρύ, αλλά όχι και ασυγχώρητο. Το λογαριάζω γι’ απλή απουσία. Το νου σας μόνο μη μεταβληθή η απουσία σε λιποταξία και αφήνοντας το βάθρο μας που είναι ιερό και ακλόνητο και αναλλοίωτο, γλυστρήσετε ανύποπτοι σε χιονοτοπιά- και η ευγενική προσπάθεια πάθη στη βάση της. Εγώ, βρίσκομαι αδιάλειπτα κοντά σας. Και, πάντα βρίσκομαι στη θέση μου που τόσο καλά έχετε γνωρίση όσοι από σας το θελήσατε- πάντα ανέπαφη, πάντα πιστή, πάντα αισιόδοξη.
Εύχομαι να σας ξαναδώ, αλλά κανείς δεν το ξέρει. Και απ’ όλα πρώτα, εύχομαι να στάθηκε το κεφάλι ψηλά πάντα, και τα πόδια, στέρεα στο έδαφος, με Κριτή αδέκαστο των σημερινών πράξεων την Αύριον. Κριτήν, που πρέπει  να είναι ο κύριος γνώμων κάθε στιγμής και ενέργειας μας, και που ιδιαίτατα είναι θρονιασμένος μέσα στην λεσχούλα μας- που επί του παρόντος εγκατεστάθη στην ψυχή των μελών της.
Αυτά σας παραγγέλλω -και ότι ούτε μια στιγμή έφυγα από κοντά σας. Μη με διώξτε, για να μην κλάψτε αύριον.
Στα Λεχώνια, δεν μου είναι εύκολο να ξέρω πότε θα επιστρέψω. Τώρα, πιστεύω να πεταχθώ στην Αίγυπτο για 2 μήνες. Ύστερα θα μου πήτε εσείς γιατί απουσιάσατε, και θα τα ξαναπούμε.
Σ’ όλους τους αγαπητούς μου στέλλω τον εγκάρδιο ασπασμό μου, εκφράζοντας την θερμή ευχή γρήγορα να ξανανταμώσουμε, όπως ποθούμε.
Δική σας η μεγάλη μου Αγάπη
Α. Καλαμακιώτου (υπογραφή)
Μεταξά 21-Αθήναι
(Αρχείο Νικ. Μαστρογιάννη)
Αυτή ήταν η Κυρία Αθηνά Καλαμακιώτου.
Το σπίτι της μετά την Απελευθέρωση πουλήθηκε. Αργότερα με τους σεισμούς έπαθε ζημιές και έμεινε μόνον το ισόγειο που τίποτε δε θυμίζει την παλιά αίγλη του και το μόνο που μένει στους παλιούς Λεχωνίτες, είναι η θύμησή της και η φράση «Του σπίτ’ τ’ς Καλαμακιώτινας».

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Αθηνά Καλαμακιώτη (1)

Αθηνά Καλαμακιώτη: Μια φωτεινή ακτίνα στα παλιά Λεχώνια

Η Αθηνά Καλαμακιώτη ή Καλαμακιώτου, υπήρξε μία σπουδαία αστή κυρία και πρότυπο υπόδειγμα προσφοράς -πάντα εθελοντικής- στα παιδιά του χωριού και στον τόπο μας. Η Αθ. Καλαμακιώτη ήταν μια «λογία» με καταγωγή από την Αίγυπτο, σύζυγος του Βάσου Καλαμακιώτη, δικηγόρου και εμπορευόμενου, επίσης στην Αίγυπτο, αλλά και στην Αθήνα. Ο ίδιος είχε έδρα του και το χωριό. Ήρθε στα Άνω Λεχώνια -πότε ακριβώς δεν ξέρουμε- και αγόρασε την έπαυλη του Αλέξανδρου Τοπάλη, που βρισκόταν στο πάνω μέρος του χωριού και δίπλα στο μετέπειτα παραποτάμιο εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού, τότε μύλος του Κοκοσλή. Σ’ αυτό το σπίτι φιλοξενήθηκε για λίγο, στις 21 Ιουλίου 1902, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τότε, Αλ. Ζαΐμης.
 Όταν πέθανε ο  Βάσος , η Αθηνά άρχισε να ασχολείται με τα παιδιά του χωριού. Αγαπούσε πολύ τη νεολαία και σκοπός της ζωής της ήταν η προσφορά σ’ αυτήν.
Δικά της παιδιά δεν είχε. Άνοιξε το σπίτι της και το σπίτι του κήπου, όπου τα απογεύματα, τις Κυριακές και τις γιορτές, το είχε μετατρέψει σε μια κυψέλη, σ’ ένα εντευκτήριο, σ’ έναν παιδότοπο.
Το πολύβουο σμάρι των παιδιών άκουγε τις μελωδίες του πιάνου της, τραγουδούσε, έπαιξε παιχνίδια στον κήπο, συμμετείχε στις γιορτές στο σαλόνι της, έπινε τσάι μαζί της και έτρωγε γλυκά που η ίδια παρασκεύαζε!  Ο παπαγάλος της που υπάρχει και σε κάποια φωτογραφία, ήταν η μασκότ  τους! Όταν πέθανε τα παιδιά του κάνανε ...κηδεία!
Τα λεχωνίτικα κορίτσια τότε -σήμερα υπερήλικες κυρίες – πάντα θυμούνται με σεβασμό την κυρία Αθηνά! Τη θυμούνται γι' αυτά που με τον τρόπο και την αγάπη της τα δίδαξε: αγάπη στην πατρίδα, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, αλτρουϊσμό, δημοκρατία, ανοιχτό μυαλό και καρδιά!
 (Όλες οι παρακάτω φωτογραφίες είναι από τη συλλογή του λεχωνίτη Νικ. Μαστρογιάννη)
Μαρίκα Κοκοσλή με άσπρο φόρεμα
& Αθηνά Καλαμακιώτη με μαύρο μπροστά στο παλιό σχολείο.
Κορίτσια στα σκαλοπάτια της έπαυλης Καλαμακιώτη 
Μπροστά στην είσοδο της έπαυλης Καλαμακιώτη
με τον διάσημο παπαγάλο!

Αυτή η ίδια οργάνωσε πρώτη και τον προσκοπισμό στα Λεχώνια, σε μια κίνηση να συγκεντρωθούν τα παιδιά σε δραστηριότητες διαφορετικές απ’ τις συνηθισμένες. 
Εδώ θα πρέπει να ειπωθεί πως ήταν η μοναδική γυναίκα έφορος προσκόπων στην Ελλάδα. Βέβαια όταν αναγκάστηκε να συμμετέχει αυτή και τα παιδιά στην ΕΟΝ του Μεταξά πού λυπήθηκε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς! 
Ο λεχωνίτης πρόσκοπος Γιάννης Σ.


Η Αθηνά Καλαμακιώτη ήταν μέλος της παρέας των γνωστών κυριών των Λεχωνίων, δηλαδή της Μαρίκας Κοκοσλή, της Αρ. Νικολαΐδη, των Σοφίας και Λουκίας Τοπάλη κ.ά. που ενδιαφέρονταν για τον τόπο μας.
Και ένα απόσπασμα μιας επιστολής του 1924 του άντρα της για επαγγελματικό λόγο, Βάσου Καλαμακιώτη, που δείχνει τα Α. Λεχώνια ως έδρα του, πράγμα που σημαίνει πως κατοικούσε στο χωριό πριν το 1924.
(Αρχείο Νικ. Μαστρογιάννη)