Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Η εν Σαρακηνώ μάχη

Σε όλους τους Πηλιορείτες και Βολιώτες είναι(;) γνωστό πως η πηλιορείτικη εξέγερση στα 1878 ξεκίνησε στις 12 Γενάρη από το μοναστήρι της Σουρβιάς και έληξε άδοξα στους γύρω βράχους Μακρινίτσας στις 16-17 Μαρτίου.   
Ο Κων-νος Ιωαν. Σακελλαρίδης - Θετταλομάγνης (Αϊ- Λαυρέντης Πηλίου 1838- Αθήνα 1890) υπήρξε λόγιος, δημοσιογράφος και εκδότης, μουσικολόγος και γεν. γραμματέας της Προσωρινής Κυβέρνησης Πηλίου (1878). (ΕΔΩ)  
Στις 7 Νοεμβρίου 1881 (μόλις έγινε η προσάρτηση της Θεσσαλίας και του Πηλίου) έγραψε το παρακάτω μακροσκελέστατο στιχούργημα.  
Επειδή δεν είναι ίσως γνωστό, παρατίθεται σε μονοτονικό κρατώντας την ορθογραφία του. 

Η ΕΝ ΣΑΡΑΚΗΝΩ ΜΑΧΗ
Των επαναστατών του Πηλίου

Γλυκοχαράζει η αυγή, η Πούλια τρεμοσβύνει
Χαμογελά η Άνοιξι και λυόνουνε τα χιόνια
 Σ’ το ζηλεμένο Πήλιο, όπου βορριάς και μόσχος
Πώχει να πιάση τ’ άρματα είκοσι τρία χρόνια.
Τι σιωπή, τι μοναξιά, τι ομορφιά ‘ς τη φύσι,
Τι σκότος μέσ’ ‘ς την ερημιά συχάζει ξαπλωμένο!
Σιωπά γλυκό, ατάραχο της θάλασσας το κύμα
Και μουρμουρίζει ‘ς τον κρημνό ακοίμητο το ρέμα.
Και μοναχά τα όνειρα πλανώνται ταραγμένα
Στον ύπνο ‘που εγλύκαινε τη νειότη του Πηλίου•
Είναι καιρός να λάμψουνε τ’ αθάνατ’ άρματά του
Μα δε γνωρίζει τη λαμπή όπου το τριγυρίζει…

Ολονυχτής την Κυριακή κοιμώνται ξενιασμένα
Σ’ τη Μακρυνίτσα και ψηλά μέσ’ ‘ς τον Προφήτ’ Ηλία.
Τρακόσια λεβεντόκορμα με ένα καρδιοχτύπι
Μ’ ένα μονάχα όνειρο, μ’ ένα καϋμό και πόθο.
Τι γύρευαν εκεί ψηλά, ψηλά ‘ς ταις κρύαις ράχες;
Γιατί ζωσθήκαν τ’ άρματα και πήρανε τα πλάγια;
Πες μου γλυκέ μου, Κίσσαβε, Όλυμπε ξακουσμένε,
Εσείς π’ αγνάτια στέκεσθε σα δυο ουράνιοι στύλοι,
Πώχει φωτιά το σπλάχνο σας, και χιόνι το πλευρό σας
Και χύνει φως αιώνιο το γέρο σας το μάτι ;
Για στέναξ’ απ’ τα σπλάχνα σου, μέσ’ απ’ τα σωθικά σου
Αγαπημένο Πήλιο και πες μου τον καϋμό σου ;
Τόσος καιρός ξεχωριστά απ’ την γλυκά Μητέρα
Εμάρανε τα στήθια σου ‘που πεντακόσια χρόνια
Πατεί σκληρό κατακτητού και άπονο ποδάρι.
Δεν είναι πλια μυστήριο ν’ ανοίξης την καρδιά σου
Να τραγουδήσης τ’ άρματα και το παράπονό σου
Π’ ακοίμητο ‘ς το σπλάχνο σου έμεινε τόσα χρόνια.

Έλαμψ’ ο ήλιος ‘ς τα βουνά ‘ς το άσπρο μέτωπό τους,
Ήλθ’ ο Γενάρης, διάβαινε με λύσσα ο χειμώνας
Όταν με μιας τινάχθηκε η Λεβεντιά ν’ ανάψη
Κατά του Τούρκου τη φωτιά για την ελευθεριά της.
Απ’ άκρ’ ως άκρη στράφτουνε τ’ αθάνατ' αρματά της
Και ‘ς το χρυσό της όνειρο πετά γλυκύς ο πόθος ...
Ν’ αναστηλώση τον αϊτό του δόλιου Βυζαντίου.
Και μια ημέρα γιορτερή, μια μέρ’ αγιασμένη
Εξήντα πληρεξούσιοι και χίλιοι λεβεντάδες
Σ’ την Πορταριά ‘ς την Εκκλησιά σε Σύναξι μεγάλη
Με ένα όρκο ‘ς τ’ άρματα, απάνω ‘ς το Βαγγέλιο
Όλοι με μιας ωρκίσθηκαν μπροστά ‘ς το άγιο Βήμα.
«Από τα τόρα και μπροστά τούρκο δεν προσκυνούμε
» Ούτε χαράτσι δίνουμε τον άνομο Σουλτάνο
» Ελεύθεροι τ’ αδέρφια μας σε μια  Πατρίδ’ αντάμα
»Θέλουμε ν’ αγκαλιάσουμε, να τα γλυκασπασθούμε».


Αυτά ‘πανε κι’ ανήμερα πήραν τον πάνω δρόμο
Και πιάσανε τον Αϊλιά το γεροπαναστάτη,
Όπου ποτέ τη ράχη του δεν πάτησε ποδάρι
Ή τούρκικο ή αλλονού της λευθεριάς τυράννου.
Αυτό, αυτό το Πήλιο τ’ όμορφο περιβόλι
Απ’ τους καρπούς του έδωνε μοιράδι του Σουλτάνου,  
Έδων’ απ’ τον ιδρωτά του σταλαγματιαίς να πίνη,
Μα δεν του άφιν’ ανοιχτό, ελεύθερο το δρόμο
Ν’ ανέβη ‘ς τάνθοστόλιστα, ‘ς τα δροσερά χωριά του
Όπου παρθέναις λυγηραίς κι’ αγόρια όλα νειότη
Με αγγελόμορφο κορμί, με δακτυλίδι μέση
Ροφούν της αύρας τη δροσιά, της θάλασσας τον μπάτη.

Σε τέτοια ώρα σύνταχα όπου κ’ η γης κοιμάται
Και το αγέρι της νυχτός γλυκά το δέρν’ η πάχνη,
Σε θολωμένη συννεφιά, σε άγριο σκοτάδι
Που μόνον τα θεριά γυρνούν, λαλεί το νεκροπούλι
Κ’ η φύσις μέσ’ ‘ς τα όνειρα πλανάτ’ αγρυπνισμένη
Και ο Φλεβάρης περιπατεί ‘ς τας έξη, μια Δευτέρα,
Έξαφνα σκούζει μια φωνή: «Τούρκοι παιδιά ‘ς  το Κλήμα»
Και σα φωτιά, σαν αστραπή η Λεβεντιά ξυπνάει.
Ξεπνάει! και ‘ς τα ρέματα ‘ς ταις αποκείθε ράχαις
Στον Τύμπανο, ‘ς το Σαρακινό, ψηλά 'ς τη Καλογρίτσα
Με λιονταρίσια αταραξιά, με αλαφιού ποδάρι
Σκορπάει και ριζόνεται σε πέτρα, σε κοτρώνι
Κι’ ανάργ’ ανάργια τη φωτιά ανάφτει το τουφέκι.
Πιαστήκανε ’ς τον πόλεμο! κ’ ευθύς καπνός κι’ αντάρα
Κι’ αντίλαλος και ταραχή κατρακυλά ‘ς ταις ράχαις
Κι’ ολημερής η ρεματιαίς αδιάκοπα βογγούνε.

Παν εκατό ‘ς τον Τύμπανο, πενήντα στο Γουστίλα
Και εκατό σκορπίζονται ‘ς τα πέρα-δώθε πλάγια
Και τα καϋμένα τα παιδιά τα δεκοχτώ τ’ αγόρια
Π’  αφήσαν το Γυμνάσιο και παν για τηv Πατρίδα
Κατάμπροστα ‘ς του κανονιού πηδούν με μιας το στόμα•
Τα νειάτα δεν τα κυβερνά ο νους, αλλ’ η καρδιά τους!
Πέντε χιλιάδες μονομιάς τους ρίχνονται οι Τούρκοι
Δεξιά, ζερβά, από μπροστά και απ’ την πέρα ράχη
Και δύο πασσάδες δίνουνε ‘πό δυο μεριαίς τη διάτα
Και τα κανόνι’ αδιάκοπα χτυπούν τα μετηρίζια,
Μα κείνοι δεν δειλιάζουνε, δε σκύφτoυνε κεφάλι
Τους τραγωδούν τους φέρνουνε φυσέκια οι παρθέναις
Τους κτίζουν τα ταμπούργια τους νερό τους κουβαλούνε  
Κ’ έχουν ‘ς το πλάι σύντροφο τη δόλια Μαργαρίτα.

Κάνουν οι τούρκοι προσευχή και ξεκινούν για πάνω
Μα αδεκεί τους σταματούν, τους κόφτουνε το δρόμο
«Πού πας, πού πας Ρετζέπ πασσά, 'ς τη Λεβεντιά απάνω;
»Πού πας» ουρλιάζουν εκατό και χύνονται διακόσιοι
Σ’ το κάτωχρο ασκέρι του με τα σπαθιά 'ς το χέρι.
«Πάμε να σας σκλαβώσουμε ραγιάδες» τους φωνάζουν
Χίλια αντάμα στόματα απ’ τ’ αντικρύ ταμπούρι,
Κι’ αντάμα με το γουγιατό χυμούνε καταπάνω.

Θεέ μου ! τι μπουμπουνιτό, τι μούγκρισμα, τι πλάλα,
Σαν χύμιξαν οι άπιστοι πέντε μαζί χιλιάδες
Κ’ εκλώσανε τον Τύμπανο από ταις δύο πάνταις,
Από δεξιά, από ζερβά, κι’ απ’ το δεξί πλευρό του.
Σκούζουν τα βόλια, ‘στράφτουνε των κανονιών η μπάλαις
Και στρώνονται αμέτρητοι οι τούρκοι ‘ς τα κοτρώνια.
Από παντού εσφλώμωσε, εγείνηκε σκοτάδι
Θεοβροντή δεν έπερνε κανείς απ’ τη βαζούρα,
Μόν’ κάπου, κάπου ‘ς τη λαμπή  ξέλαμπε το κοτρώνι
Που κράταγε ακοίμητο της λεβεντιάς το βόλι.
«Εδω ‘μασθε» «απάνω τους» φωνάζ’ ένας του άλλου
«Βαστάτε παλληκάρια μου, βαστάτε λεβεντάδες»
 Σκούζ η γερο-Σουίπενα μέσ’ ‘ς τη φωτιά χωμένη.
Πέντε φοραίς τους τσάκισαν, τους πήρανε ‘ς το γιούχα,
Τρεις μπημπασάδες λάβωσαν, κ’ έναν κρατούν ‘ς τον τόπο
Και χίλιους ξεδιπλάρωσαν έως το μεσημέρι...

Γέρνει ο ήλιος και βαρειά ακόμα το τουφέκι
Βροντά ‘ς τα ξηρορρέματα, μέσα ‘ς τα κορφοβούνια
Και από κει το βογγητό αντιλαλεi ως πέρα
Στα Εικοστέσσερα χωριά απ’ άκρη έως άκρη,
Και μια μαννούλα δύστυχη ‘ς του βογγητού τον ήχο
Ρίχνει ματιά ‘ς τον ουρανό, φωνή σ’ ένα περδίκι.
«Πουλί ! όπου ψηλά πετάς και σκίζεις τον αέρα
»Θυμίσου τη μαννούλα σου πώς σε γλυκοφιλούσε
»Και πώς γλυκά σε τάιζε κάθε στιγμή ‘ς το στόμα,
»Θυμίσου ... και λογάριασε τον πόνο μου, πουλί μου,
»Και άλλαξε το δρόμο σου και σύρε να μου φέρης
»Μαντάτα απ' τον πόλεμο κι’ απ' τον μονάκριβό μου
» Αχ ! παίξε το φτερούδια σου και κλώσε την ουρά σου
»Και βάλ’ ‘την περδικούλα μου, ‘ς το δρόμο σου τιμόνι•
»Και σαν εβγής στον Αϊλιά πέρα ‘ς τη Μακρυνίτσα
»Πέτα ψηλά κι’ αγνάντεψε να δης το μικρογυιό μου.
» Είναι ψηλός, είναι λιγνός, λεβέντης σαν ξεφτέρι
»Μ’ ανέγροικος για το σπαθί και για το μετερίζι…
» Μικρός, μικρός απ’ το σχολειό μέσ’ απ’ την αγκαλιά μου
»Σα χελιδόνι ‘πέταξε ‘ς του Αϊλιά ταις ράχαις
»Κι’ απ’ τα γλυκοχαράματα κοντά δώδεκα ώραις
» Καίεται μέσ’ ‘ς τον πόλεμο με τούρκους κι’ αραπάδες !

»Για πέτα, πέτα πέρδικα εκεί ψηλά και πες μου,
» Αν πολεμά ο γυιόκας μου, αν κυνηγά τους τούρκους
»Κι’ αν τον ιδής να πολεμά, να κυνηγά τους τούρκους
» Άλλαξε δρόμο γλήγορα κ’ έλα να μου μηνύσης
»Κι’ αν πάλι τον εχάλασε κανένα δόλιο βόλι
»Πάρε νερό ‘ς τη γλώσσα σου και πέτα ‘ς το πλευρό του
»Και δρόσισε τα χείλη του που ‘ναι τσιτζικωμένα
»Και πες του πως του τώστειλε η δόλια του μαννούλα
»Να βρέξη τ’ αχειλάκι του, να πλύνη την πληγή του• 
»Είναι πικρό το λάβωμα, φαρμάκι το μολύβι
»Κι αγιάτρευτος ο θάνατος κι ο πόνος του μεγάλος,
»Μα έχει δόξα και τιμή, έχει αιώνια λάμψι.

»Για πέτα πέτα Πέρδικα, πριν βασιλεύσ’ ο ήλιος
»Πριν πάρουν τα θαμπώματα και σκοταδιάσ’ η φύσις
»Και πάρε και ‘ς τα νύχια σου αμάραντο και μόσχο
»Κι’ όσω να πας ‘ς το δρόμο σου πλέξε χρυσά στεφάνια
»Κι’ από ψηλά ‘ς τη Λεβεντιά ‘ς τ’ αγόρια του θανάτου
»Και ‘ς τα καϋμένα αδερφια, μας που για τη λευθεριά μας
»Αφήκαν της μαννούλαις τους και βάλαν τη ζωή τους
»Ρίψε τα για να στέψουνε το άγιο μέτωπό τους.

»Πουλί μου, βλέπεις τα βουνά της ανθισμέναις ράχαις
»Που κάθε μια και εκκλησιά κ’ ένα κεφαλοχώρι ;
»Αν τύχη και ο δρόμος σου σε φέρει μη ξεχάσης
»Σα ιδής σωρό τα κόκκαλα απ’ το Εικοσιένα,
»Να πάρης απ’ το χώμα τους ‘ς τα νύχια σου λιγάκι
»Κι’ απ’ τη δροσιά που έχουνε ‘ς το πλάι τους μια στάλα
»Και να το κάμης χαϋμαλί για τον μακρύ σου δρόμο,
»Που θαύρης να τον δέρνουνε φρικταίς ανεμοζάλαις.

»Κύττα, πουλί μου, τρόγυρα, αγνάντεψε της ράχαις
»Πως σα μυρμήγκι τρέχουνε χιλιάδες για μιντάτι
»Από τα Εικοστέσσερα χωριά τα ζηλεμένα,
»Και πώς σαν άλλοι σταυραετοί, σαν φτερωτά λιοντάρια
»Πήραν τα πλάγι’ απ’ την αυγή του Αϊλιά τους δρόμους
»Να βάλουνε τα στήθια τους ταμπούρι της Πατρίδας
»Και  τη ζωή τους ‘ς τη φωτιά για την ελευθεριά μας•
»Κύττα πως η μαννούλαις τους απόμειναν μονάχαις
»Και η παρθέναις με ματιαίς πως βλέπουν βουρκομέναις
»Πως στέκουν κι’ αγναντεύουνε κατά τη Μακρυνίτσα
»Π’ ώχονν εκεί τ’ αδέρφια τους και τον γλυκό τους πόνο  
»Και την τιμή τους ‘ς το σπαθί, ’ς της Λεβεντιάς τη νίκη.

»Δεν είναι πρώτη η φορά που τ’ άνθη του Πηλίου
»Και τα μοσχάτα του κλαδιά, τα όμορφα τα δένδρα
»Ποτίσθηκαν με αίματα κ’ ανθίσαν μέσ’ ‘ς της μάχαις.
»Για δες σωρό τα κόκκαλα του Μπρομυριού κει πέρα,
»Κύττα το χώμα τ’ Αλατά πως κοκκινίζ’ ακόμα
»Από το αίμα των εχθρών που από ένα ένα
»Σαν κλείσθηκαν οι άπιστοι ‘ς το έρημο ξωκκλίσι
»Τους πέρασαν απ’ το σπαθί ολίγ’ επαναστάταις
»Για την αγία λευθεριά, για του Χριστού την πίστι
»Για της Πατρίδος τον καϋμό που την καταπατήσαν
»Και την ερρίξαν ‘ς τη σκλαβιά να κολυμβά στο αίμα
»Ν’άχη ζωή και να μη ζη, να κλαίη χωρίς δάκρυ.
»Για δες αντίκρυ τον κρημνό, αγαπητό πουλί μου,
»Της Παναγίας ‘ς τη Τζάστενη τ’ αθάνατα κοτρώνια
»Που ο σατράπης Κιουταχής με δεκατρείς χιλιάδες
»Τη χαραυγή, μια Κυριακήν μία του Χριστού μας μέρα
»Είδε τον χάρο ζωντανό να του ματοκυλάη
»Το άγριο αστέρι του της Γκεκαριάς την ψώρα
»Τρεις ώραις σκοτωμό, σφαγή και δυο όλο πελέκι
»Και πέντε να τον κυνηγά ‘ς το πόδι σαν τ’ αγρίμι
»Σα ρόκαξε η Λεβεντιά μαζύ κι’ ο Καρατάσος,
»Και έπεσε η μπαταριά του γιουρουσιού σημάδι ...
»Για δες του Ρήγα το χωριό ακόμη πως καπνίζει
»Και τα Λεχώνια πως βογγούν, το Κάστρο πως τρομάζει
»Εις τη φρικτή εκδίκησι πουλί μ’ του Εικοσιένα.
»Κύττα τη στάχτη των Ναών και τη σκλαβιά στοχάσου
»Του Μπρομυριού και των χωριών την άπονη μαχαίρα
»Που σε σκληρή εκδίκησι την έσυρε το χέρι
»Λαού, οπού ‘ς τα στήθια του κάθησε μαύρος λύκος,
»Και ρούφαγε το αίμα του ακατάπαυστα σα βδέλλα.

»Άντε, πουλί μου ‘ς το καλό, πέτα με την ευχή μου
»Πέτα καλή μού πέρδικα, πουλί χαριτωμένο 
»Όπου σε βγάλ’ ο δρόμος σου το γλογερό σου μάτι
-Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απούπε 
Κι η πέρδικα τινάχτηκε χίλιες οργυιαίς τ’ αψήλου
Και μ’ ένα πικρολάλημα η δόλια η μαννούλα
Ξέπλεγ’ αφίνει τα μαλλιά και ντένεται ‘ς τα μαύρα.
Ο γυιός της πήρ’ αιώνια αθάνατη τη δόξα !

Δεν πήραν τα θαμπώματα, δεν έπεσε ο ήλιος
Κ’ η Λεβεντιά μέσ’ ‘ς τη φωτιά, μέσ’ ‘ς το καπνό χωμένη
Βαστά ταμπούρι και πετά σα λάφι ξεσκιασμένο•
Από πελάγου και στεριά τους δέρνει το κανόνι
Π’ αγνάντιο στράφτει το σπαθί και σκούζει το τουφέκι
Και του Πηλίου τα βουνά στέκονται βουρκωμένα•
Και μοναχά η θάλασσα γυρνά καταντυκρύ τους
Αρμονικά τα γαλανά κι’ αφράτα κύματά της
Που την ταράττουνε βαρειά του Χόβαρτ τα κανόνια
Πέφτουν η μπάλαις μ’ αστραπή μπροστά ‘ς την Καλογρίτσα
Ραΐζονται τα χώματα και σκάνουν τα λιθάρια
Και εκατό φωναiς βροντούν βαρειά ‘ς τα κορφοβούνια
«Μην καίης το μπαρούτι σου Χοβάρτ-πασσά ‘ς τα τζιάμπα
»Η Λεβεντιά δεν σκίάζεται από κoυφά κανόνια•
»Έχουμε στήθια άτρομα κι αλίγιστο ποδάρι 
»Έχουμε νειάτα και κορμί που δεν ψηφάει το χάρο
»Σα σου βαστά τράβα ψηλά, έβγα ‘ς τη Καλογρίτσα
»Να δης τα ελληνόπαιδα πως πολεμούνε λόρθα
»Που κάθε ένα τούρκικο πατεί μπροστά κεφάλι
»Και έχει για ταμπούρι του αιμόσταχτο κουφάρι»
Το λόγο δεν απόσωσαν, δεν πήραν την ανάσα
Και η τουρκιά μαζεύεται για δεύτερο γιουρούσι.

Πέρνουν μαυρίζουν τα βουνά, ισκιόνουνε η ράχαις,
Χύνουν ψιλό κατάψυχρο η ρεματιαίς αγιάζι
Κ’ οι τούρκοι μ’ άλλη προσευχή, με ταραχή, με κρότο
Με μπαταργιαίς με τύμπανα, μ’ αλαλαγμούς και τρόμο
Χυμούν δεξιά ‘ς το λάκκωμα, ζερβά ‘ς το Βαθύ-Ρέμα
Και κλώθουν την Αναμαλιά, τη Ράχη μπρος του Μούρου
Παντού καπνός, παντού βοή, παντού φωτιά και φλόγα
Ο Τύμπανος, το Σαρακινό, η Καλογρίτσα ανάφτουν,
Μαύρη πετά απ’ αντικρύ λαμπάδα ο Γουστίλας
Και μέσ’ ‘ς τη μέση χλιμετρά η Λεβεντιά σαν τ’ άτη
Ελύσσαξ’ απ’ το σκότωμα εφρόμαξ’ απ’ την πλάλα,
Στάζει χολή η γλώσσα της, καπνό βγάν’ η καρδιά της
 Κ’ είναι στεγνά τα χείλη της από τη μαύρη δίψα,
Από τη λάβα του καπνού, του τουφεκιού τη φλόγα.
Πικροστενάζουν, δέρνουνται  ‘ς τη γης οι λαβωμένοι,
Κωλώνουν τρεις και τέσσερες οι τούρκοι και τσακίζουν
‘Σ το λισσασμένο πόλεμο που κάνουν οι λεβέντες.
«Ομπρός» φωνάζουν τους χτυπούν τους σπρώχνουν καταπάνω
Τρεμουλιασμένοι αρχηγοί με τα σπαθιά ‘ς το χέρι,
Μα κείνοι ν’ αγναντέψουνε δε βγαίνουν στο κοτρώνι
Της Καλογρίτσας τ’ Αϊλιά, της μάντρας του Γουστίλα  
Πού την κρατούν της Κερασιάς ολίγα παλληκάρια.

'Αναψ’ ο τόπος καίονται θαρρείς εκεί τα πάντα,
Θαρρείς πως χάλασε παντού πως έσβυσε ο κόσμος
Κ’ η γης πως μεταβλήθηκε όλη σ’ ένα καμίνι•
Μπουμπουνιτό και αστραπαίς  τους κλώθουνε τριγύρω
 Ανεμοσκούζ’ η μπαταργιά και σαν τη μήνα σκάζει
Στα χαμοβούνια, τον κρημνό ‘ς τα σκοτοινά λαγγάδια
Και τα βουνά στενάζουνε απ’ τον βαρύ τον κρότο
Που τον κυλούν στον ουρανό τα κύματα τ’ ανέμου•
Εβόγγιξαν πολλαίς φοραίς, πολλαίς φοραίς με πόνο
Αναστενάξαν τα βουνά κ’ εβράχηκαν η ράχαις
Από πολέμου ίδρωτα και από μάχαις αίμα•
Με τέτοια λύσσα και οργή, τέτοιο μεγάλο πείσμα
Μάτι δε σύλλαχε ποτέ, αυτί δεν έχ’ άκούσει.
Τηράς δεξιά τηράς ζερβά, τηράς ομπρός και πίσω,
Άλλοι στο γόνα ρίχνουνται, άλλοι κτυπιώνται δίπλα
Και άλλοι ξεσπαθώνουνε μπροστά ‘ς τα Μετερίζια ...
Πέρνουνε δίπλα τον κρημνό, δεξιά το μονοπάτι
Τα δεκοχτώ ατρόμητα, αθάνατα αγόρια  
Και ρίχνουνται ‘ς το ράχωμα να πάρουν το κανόνι
Π’ αδιάκοπα τη φλόγα του πετά στα παλληκάρια.
Είναι φρικτή τέτοια στιγμή που ‘ς τη τουρκιά προφθάνει
Από τα κείθε ρέματα, από το Βελεστίνο
Μιντάτι νέο και χυμά με αφρισμένο στόμα.
Βλέπεις μπροστά ‘ς το Τύμπανο να πιάνωνται ‘ς τά χέρια
Να πέφτουνε αμέτρητοι οι τούρκοι και να σκούζουν
Απ’ το Γουστίλ’ αδιάκοπα, από τη Καλογρίτσα
Και πέρα π’ το Σαρακινό τα βόλια σαν χαλάζι
Και σαν ανεμοστρόφυλλος να σε ποδοδογυρίζη
Από της μαύραις μπαταργιαίς φρικτή ανεμοζάλη!
Παιδιά, βαστάτε πλάκωσε, μας έρχεται μιντάτι,
Βαστάτε από τα ψηλά φωνάζουν η παρθέναις
Κ’ η Λεβεντιά αγέρωχη κρατεί το μετηρίζι
Και πείσμα βάνει να χαθή παρά να δώση πλάτη.

Τραβούν για πάνω τα πουλιά, πάνε να κατοικήσουν
Πέρα κατά τον Όλυμπο ΄ς της ράχαις του Κισσάβου
Αγνάτιο που τοιμάζουνται για νέα πανηγύρια,
Να βάλουνε ‘ς τη λάμψι τους και νέα πάλι λάμψι
Και με στεφάνι αμάραντο να στέψουνε τη νειότη
Που τρέχει ‘ς τα λαγγάδια τους γιό την ελευθεριά τους
Πέρνουνε δόξα ‘ς την Αγιά, και δόξα ‘ς τη Μπαλιάνα
Και κόφτουν κλόνο αμάραντο απ’ την παλιά τους δάφνη.
Τραβούν τραβούν οι πέρδικες να πάγουν να φωλιάσουν
Σβύνει ο ήλιος χάνεται ‘ς του Πίνδου την αντάρα
Και χαιρετά τη Σέλκιτσα τη δόλια Ματαράγκα
Με μια χρυσή αχτίδα του που πίσω του αφίνει
‘Σ τη δόξα που πτερίγιζε ολίγα παλληκάρια.
Τι λάμψι ! για τον πόλεμο της Σέκλιτσας κ’ ελπίδα
Και ποία δόξ’ αθάνατη ‘ς τη Ματαράγκα λάμπει
Και χαιρετά τον Πλάτανο πέρα το μοναστήρι,
Το μοναστήρι της Σουρβιάς αυτό το τουρκοφάγο
Που σε δυο μέραις πόλεμο με ξήντα δυο νομάτους
Στέκει και μαυροκαίεται στο τούρκικο  κανόνι !
Τραβούν, τραβούν η πέρδικες και βασιλεύ’ ο ήλιος
Πέρνουνε τα θαμπώματα και βγαίνουνε τ’ αστέρια
Κ’ η Λεβεντιά μέσ’ ‘ς ‘τη φωτιά μέσα σε μαύρ’ αντάρα
Δεν θέλει πλάτη του εχθρού ακόμη για να δώση.

Είναι καιρός να παύσουνε να κόψουν το τουφέκι
Κ’ όλη σαν ν’ άχουν σύνθημα σκυφτά και με τη πάντα
Πέρνουνε τον ανήφορο μπροστά ‘ς τη Καλογρίτσα
Με πόδι αργοκίνητο με χέρι κουρασμένο
Και βγαίνουνε ’ς τον Αϊλιά  να πάρουν την ανάσα
Π’ ούχε σταθή ‘ς τα στήθη τους σε δέκα ώραις μάχη.
Τι δόξα για τη Λεβεντιά, τι δόλιο καρδιοχτύπι
Κρατεί παντού ‘ς το Πήλιο απ’ άκρη, έως άκρη
Που δε γνωρίζει τη λαμπή, τη δοξασμένη δάφνη
Που πήρανε ‘ς τον Αϊλιά  τ’ αθάνατ’ άρματά του.
Βγαίνουν μαννάδες πιάνουνε παντού τα μονοπάτια
Κάθε γονιός ακοίμητος της στράταις αγναντεύει
Κ’ εκείνοι μέσ’ ‘ς τον Αϊλιά, κείθε ‘ς τον Αϊγιάννη
Μετρούνται, διαλογίζονται πότε να ξημερώση
Να εύρουν τους συντρόφους τους να δούνε ποιος τους λείπει
Ποιος πήρε το αμάραντο της Λεβεντιάς στεφάνι!

Τρεις ώραις, μέσ’ ‘ς τον Αϊλιά τους παραδέρν’ η πάχνη
Τους τρώγ’ η λύσσα του βορειά ο πάγος του χειμώνα
Κ’ οι αρχηγοί στοχάζονται ποιο δρόμο για να πιάσουν
Πριv πάρουν τα μεσάνυχτα προτού να ξημερώση
Πώχουν τους τούρκους αντικρύ πάνω ‘ς τη Καλογρίτσα
Κ’ εκεί που διαλογίζονται και στέκουνται με σκέψι,
Οι τούρκοι σαν μετρήθηκαν κ’ είδαν πως λείπουν χίλιοι
Και μοναχά απ’ τη Λεβεντιά πως έπεσαν τριάντα
Νύχτα τους στέλνουν μήνυμα να κάνουνε (………)
Ν’ αφήσουνε τον Αϊλιά να πάγουν ‘ς άλλον  τόπο
Κι’ εκείνοι να γυρίσουνε πάλι να παν ‘ς το κάστρο
Είναι καλό το μήνυμα  δόξα τους Λεβέντες
Και πριν να φαίξη πέρνουνε τ’ Αϊγιαννιού το δρόμο
Κι οι τούρκοι όλοι με ντροπή, γυρίζουνε ‘ς το Βώλο.

Για σου χαρά σου Λεβεντιά που πάντα δοξασμένη
Πάντα με δάφναις με μυρτιαίς, μ’ αχτίδες της ανδρείας
Σε ’γνώρισαν οι τύραννοι και οι λοιποί εχθροί σου
Που ξέρεις πάντα να τιμάς τ’ αθάνατ’ όνομά σου
Να ζης για την πατρίδα σου γ’ αυτήν και να πεθαίνης
Και να δοξάζης την τιμή και την καταγωγή σου.
                                    Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου