Κατά την ιδίαν πεδινήν οδόν μίαν ώραν προβαίνοντες (απὸ το Βόλο), ερχόμεθα εις τα Λεχώνια. Αυτά κείνται επί μιας με χωράφια, αμπέλους, κήπους νεραντζίων, κίτρων και άλλων διαφόρων οπωρίμων δέντρων φυτευμένης πεδιάδος...

(Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία-Ιωάννης Αναστασίου Λεονάρδος, 1836)

Π Ρ Ο Σ Ο Χ Η ! Μπορείτε να αντιγράφετε κείμενα κ.ά. από το ιστολόγιο. Αυτό, ΔΕΝ αποκλείει αναφορά στην ΠΗΓΗ. - Φωτογραφίες άλλων να μην ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ - Ιδιωτικά αρχεία να ΜΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝΤΑΙ.

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

«Πηλιορείτικος χειμερινός όρθρος»

Κατηφορίζουν  τ’ ανάερα πούσια από τη βουνοκορφή μ’ ανάλαφρο κι αθόρυβο ρόβολο και πάνε ν’ απλωθούν -αιθέρια μπαμπακένια παπλώματα -στα ριζά, στ’ ακροθαλάσσι και τους ξερόκαβους. Ασπρογαλιάζει η ανατολή και το σταχτί χρώμα του ορίζοντα χωνεμένο στη μολυβένια άπλα της θαλασσής παλεύει μέσα στο χειμωνιάτικο όρθρο να βρει την κροκάτη του ιλαρή θωριά. Ένας χρωματικός αγώνας έντονος, που ξετυλίγεται τιτανικός μπροστά στα μάτια σου. Μια γκριζόμαυρη ουράνια οθόνη, που φουσκώνει και ριπιδιάζει να βρει τη γλαυκή της μαγεία κι ένα ατέρμονο θαλασσινό υφάδι, που κυμοσαλεύει ράθυμα να πετύχει τη ζαφειρένια του στιλπνότητα. Μια συνέρια ολοσύνεχη γης κι ουρανού, με τη μουντή κι υγρή γενναριάτικη ατμόσφαιρα. Θάμα ένα τέτοιο πάλεμα· χαρά στον που μπορεί να βρεθεί ταπεινός θεατής του.
Κατηφορίζει πολύβουος κι ο βοριάς απ’ τα διάσελα, παγερόπνοος και μεγαλόπρεπος αρχός, τσέλιγκας λες βουνίσιος που σαλαγάει μπροστά του και προγκάει των νεφών τ’ ασπρόμαλλα κοπάδια. Ούννος στρατηλάτης που βουκεντρίζει σ’ ανείπωτο κούρσο τα φουσσάτα του. Πάρθος απελάτης θαρρείς, που πιλαλάει χουγιαχτά, καταποδίζοντας ολόμπροστα ένα κοπάδι διαγουμισμένα άλογα - γνέφαλα μ’ ασπρογάλαζες ανεμιστές χαίτες. Θάμα ένα τέτοιο δρόμισμα· χαρά στον που μπορεί κατάνακρα να σταθεί βλεπάτορας σαστισμένος.
Κατηφορίζει πολύροχθος γενίτσαρος απ’ εγκρεμούς και κράκουρα κι ο καταράχτης, δρασκελώντας ριζιμιά, συγκυλώντας στο διάβα του χάλαρα και δεντροκορμούς, ραντίζοντας με τ’ αφρομανητό του τις οχτιές και κάνοντας τις μαυροπράσινες μυρσίνες να χαμοθωρούν σαν ραγιαδοπούλες στο τετραποδητό σεργιάνι του. Θάμα μια τέτοια κατεβασιά· χαρά στον που μπορεί να βρεθεί παραστεκάμενος ξυπασμένος.
Τεντώνουν τ’ άφυλλα χοντροκλάδια τους τα δέντρα πάνω και πέρα, με βαθιές χαρακιές στη φλούδα τους σα λωβιασμένοι γέροι μιας κυκλώπειας κοινωνίας, τανυούν ξεσκλιάρικα βραχιόνια σε μια φρικιαστική ικεσία, ζητώντας λες από κάποιον ανελέητο ωγύγιο θεό λίγη ακόμα ζωή, για να δουν πάλι της άνοιξης τη χλώρη και τη φωτοπλημμύρα του μαρτιάτικου ήλιου. Θάμα μια τέτοια ασάλευτη, απέλπιδη προσευχή· χαρά στον που μπορεί να σταθεί ευλαβικός κοινωνός της.
Μαυροντυμένος απάχης της ερημιάς, προβάλλει το κεχριμπάρι του ο κότσυφας μέσα απ’ του μουντόθωρου κισσού τα σκοτεινά σοκάκια, και σφυρίζει αμέριμνα τους μπίρμπιλους σκοπούς του. Θάμα. Χαρά στον πούχει μάτι για να χορτάσει της ζωγραφιάς τη λιτότητα κι αυτί για να ενωτιστεί την κεφάτη μονωδία.
- - - - - - - - - - - - -
Με την παλάμη μου σφουγγίζω του τζαμιού το θάμπος για να χαρώ της χειμωνιάτικης αυγής τη ρωμαλέα παρθενιά. Η θαλπωρή της κάμαρας κι οι ευωδιαστοί ατμοί του φλιτζανιού μου, με φέρνουν στα σύνορα ενός άκρατου ευδαιμονισμού.
Κάτω από το παράθυρό μου, κροταλίζουν τα βήματά τους, πάνω στις κρουσταλλένιες λούμπες του δρόμου οι άνθρωποι της δουλειάς. Άντρες αξύριστοι και κατσουφιασμένοι με τα σύνεργά τους στις γρουμπές πλάτες τους, με βήμα άσταθο και βαριεστημένο. Γυναίκες μεσόκοπες και γριές με σκαμμένα τα μάγουλα από την ανέχεια κι ανασυρτή την ξεφτισμένη σάρπα τους ως τα μάτια, μάταια αγωνίζονται να ξεφύγουν του δαγκανομύτη βοριά τις βουρδουλιές. Κι ανάρια χουχουλίζουν τα μαργωμένα δάχτυλά τους, τόσο μαργωμένα, που θαρρείς πως στο παίξιμό τους θ' αντηχήσει ο φρικαλέος αχός των κροτάλων. Κι όλο και διαβαίνουν και στις βηματισιές τους γροικάς την αγωνία και τον αγώνα της απεγνωσμένης μα κι άσκοπης βιασύνης. Είναι ένα θλιβερό ξόδι, μια λιτανεία κινούμενη, μα χωρίς την πλήρωση και την εσώτερη ικανοποίηση της ικεσίας.
Μηχανικά η παλάμη μου κινιέται προς το θαμπωμένο τζάμι. Μα σύγκαιρα ένα τέλι, δεν ξέρω κι εγώ από που δεμένο, πετρώνει άβουλο το χέρι μου. Δεν θα σφουγγίσω την άχνα. Καλύτερα οι ζωγραφιές να χωνέψουν και ν’ αφανιστούν στη θαμπάδα τους. Γυρίζω την πλάτη μου στο παραθύρι. Ένα δάγκαμα νιώθω μέσα μου. Και στο νου μου αναδεύει σα μακάβριο σκέλεθρο ο στίχος του Παλαμά :
« Ν τ ρ έ π ο μ α ι   γ ι α   τ η   ζ έ σ τ α   μ ο υ   κ α ι   γ ι α   τ η ν   α ν θ ρ ω π ι ά   μ ο υ»
(Αντιγραφή σε μονοτονικό «ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ - ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΑ Α΄», Βαγγέλης Σκουβαράς, ΑΣΤΗΡ, 1981, σελ. 25-27,  ΠΗΛΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΧΕΙΜΕΡΙΝΟΣ ΟΡΘΡΟΣ

1 σχόλιο: